- σφαξαι
- σφάξαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σφάξαι — σφάζω slay aor imperat mid 2nd sg σφάζω slay aor inf act σφάξαῑ , σφάζω slay aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάξ' — σφάξαι , σφάζω slay aor imperat mid 2nd sg σφάξαι , σφάζω slay aor inf act σφάξα , σφάζω slay aor ind act 1st sg (homeric ionic) σφάξε , σφάζω slay aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενοινώ — μενοινῶ, άω, επικ. τ. ώω (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά κάτι, επιζητώ κάτι («νῡν σφάξαι μενοινᾷς», Ευρ.) 2. είμαι πρόθυμος για κάτι («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», Ομ. Ιλ.) 3. σχεδιάζω ή διανοούμαι εναντίον κάποιου κάτι κακό («κακὰ δὲ Τρώεσσι… … Dictionary of Greek
σκαρφίον — τὸ, Μ κομμάτι ή ακίδα από σανίδα που χρησιμοποιείται αντί για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, εἴτε καὶ φαγεῑν εἴτε καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό χόρτο, ξυλαράκι» (< ρίζα… … Dictionary of Greek